ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ


powered by Agones.gr - livescore

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Μικρά ανέκδοτα

Κάναμε σεξ για πρώτη φορά και αμέσως μετά με είπε ΤΣΟΥΛΑΡΑ !

Έτσι κι εγώ, του είπα να πάρει τους φίλους του και να φύγει!

--------------------------

Ρε Γιώργο, έχω ένα σοβαρό πρόβλημα με τη γυναίκα μου...

- Τι πρόβλημα, ρε Μήτσο;

- Κάθε μέρα μου ζητάει ένα σωρό λεφτά... Τη Δευτέρα 100 ευρώ, την
Τρίτη 200 ευρώ, την Τετάρτη 250 ευρώ...

- Όπα σιγά! Και τι τα κάνει τόσα λεφτά, ρε Μήτσο;

- Ξέρω και γω... Μήπως της τα δίνω;

--------------------------

Γιέ μου, κάποιο πουλάκι μου είπε ότι παίρνεις ναρκωτικά...

- Πας καλά ρε πατέρα; ΕΣΥ μιλάς με τα πουλάκια, ΕΓΩ παίρνω τα ναρκωτικά;

--------------------------

Εκείνη: (Αρχίζει να βήχει)

Εκείνος: Θέλεις κάτι για το λαιμό σου;

Εκείνη: Αχ ναι! Εκείνο το μαργαριταρένιο κολιέ...

--------------------------


-Από τι πέθανε η πεθερά σου;

-Από καταρράκτη...

-Α... την κακομοίρα... Την εγχείρησαν;

-Όχι! Την έσπρωξα...

--------------------------

Ήταν ένας και έκανε κάμψεις στην αυλή του.........και περνάει ένας
γύφτος και του λέει:

- Φιλαράκι αυτό που γκαμούσες έφυγκε..

--------------------------

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στον κατηγορούμενο:

- Δε σου έφτανε που πήρες τα λεφτά, αλλά άρπαξες και τα κοσμήματα;

- Το χρήμα μόνο του δεν κάνει την ευτυχία, κύριε πρόεδρε.


--------------------------

Χαζεύοντας χθες στις βιτρίνες βλέπω:

Πουκάμισα:2 E?

Παντελόνια: 3 Ε?

Κοστούμια: 8 Ε?

Μπουφάν: 4 ?

Τρελάθηκα από την χαρά μου!
Μπήκα μέσα και ήταν καθαριστήριο...!!!!!

--------------------------

Μπαίνουν δύο ξανθιές σε ένα ταξί και ρωτάει ο ταξιτζής:

- Πού πάμε κορίτσια;

Και λέει η μία στην άλλη:

- Τί, θα έρθει και αυτός μαζί μας;

--------------------------

-Αφού είσαι νέα οδηγός, γιατί δε βάζεις το Ν;

-Εσύ που είσαι μαλάκας, γιατί δε βάζεις το Μ;

--------------------------

Δύο τύποι κάθονται στο καφενείο της γειτονιάς.

Περνάει ο παπάς κρατώντας τον γοφό του και βογκώντας.

Του λένε, "Πάτερ, έλα να σε κεράσουμε ένα καφεδάκι και να τα πούμε λίγο".

"Ευχαριστώ παιδιά μου αλλά δεν μπορώ, γλίστρησα χθες και χτύπησα στον
μπιντέ και δεν μπορώ να καθίσω, πονάω, μόνο να ξαπλώνω μπορώ" και
φεύγει.

Γυρνάει ο ένας στον άλλον και λέει "Τι είναι ρε ο μπιντές";

"Ξέρω κι εγώ; Σάμπως πήγα ποτέ στην εκκλησία;"

Παροιμιώδεις φράσεις και το νόημά τους


Τι δουλειά έχουν οι κουτσοί και οι σvτραβοί τον άγιο Παντελεήμονα; Τι μας νοιάζει αν η αχλάδα έχει την ουρά μπροστά ή πίσω; Ποιος ήταν ο Κουτρούλης που έκανε τέτοιο πάταγο με το γάμο του; Ποιος Γιάννης πίνει και κερνάει;

ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ
Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες, που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ' αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ'εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ'άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: "Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά", τι θα γίνει;

ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτο βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»

ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: "Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!".Το "πράσσειν άλογα" λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος "πράττω" ή/και "πράσσω" (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το "πράττειν" ή/και "πράσσειν" και του "άλογο" που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό "λόγος"=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα

ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός - σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης

ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι

ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)

ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ' ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ' αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν' αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.

ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές.αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ' αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να.ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»

ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»

ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝΕ, ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΦΤΙΣΑΝΕ
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ' όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ' αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την.απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ' ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον.δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν' απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία.
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε

ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα

ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης.
Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.


ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος.
Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί.
Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή.
Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.
Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.
Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα.
Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.
Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ' το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Έτσι διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες.
Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης...
"και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα

ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε

ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ' ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.

Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα

ο Τοτός και η τσατσά !!!

Ξεκινάει ο Τοτός να κάνει μπουρδελότσαρκα. Φτάνει λοιπόν στην οδό που έχει όλο μπουρδέλα και στο πρώτο βρίσκει την τσατσά απέξω.
-Έχετε καμιά κοπέλα με σύφιλη; ρωτάει!
-Τι είναι αυτά που λες κωλόπαιδο άντε να χαθείς εμείς είμαστε καθαρές κτλ, του απαντάει η τσατσά.
Φεύγει ο Τοτός πάει στο επόμενο βρίσκει πάλι την τσατσά.
-Έχετε καμιά κοπέλα με σύφιλη; ρωτάει και πάλι!
Και δω τα ίδια βρισίδια χαμός απο την τσατσά.
-Φεύγει και πάλι οΤοτός πάει και στο άλλο και στο άλλο παντού τα ίδια.
Εκεί που πάει να φύγει απογοητευμένος τον φωνάζει μια τσατσά και τον...
ρωτάει:τι την θες ρε παλικάρι μου εσύ την κοπέλα με σύφιλη,
νέος ωραίος και υγιής. Δε λυπάσαι τα νιάτα σου;
-Aκουσε να δεις της λέει ο Τοτος:
Αν πάω εγώ με κοπέλα που έχει σύφιλη θα κολλήσω κι εγώ, σωστά;
Εγώ γα**ω την υπηρέτρια μας, άρα θα κολλήσει κι αυτή, σωστά;
-Την υπηρέτρια την γα**ει κι ο μπαμπάς άρα κολλάει κι αυτός, σωστά;
Ο μπαμπάς γα**ει τη μαμά, άρα κολλάει κι αυτή, σωστά;
Η μαμά, τώρα γαμι**αι με τον κουμπάρο άρα κολλάει κι αυτός, σωστά;
-Ο κουμπάρος φυσικά γα**ει την κουμπάρα κι έτσι κολλάει κι αυτή.
Η κουμπάρα τώρα γαμι**αι με αυτόν τον πο**τη τον μαθηματικό που με άφησε στο μάθημα, ε!
-"Αυτόν τον πο**τη θέλω να κολλήσω και δεν μπορώ!!!

Ο Θεός και οι Έλληνες

Όταν ο Θεός μοίραζε τον κόσμο, είπε σε όλους τους λαούς που είχε φτιάξει
να περάσουν μέσα στη βδομάδα να διαλέξουν μια χώρα να κατοικήσουν.
"Δέχομαι μέχρι το Σαββάτο" τους ξεκαθάρισε. "Την Κυριακή θα ξεκουράζομαι".
Δευτέρα πρωί έτρεξαν και στήθηκαν στην ουρά οι Γερμανοί. Την πρώτη μέρα της
προθεσμίας. Κι έτσι τους έδωσε μια ωραία και μεγάλη χώρα στην καρδιά της
Ευρώπης.
Μετά από λίγο ήρθαν οι Κινέζοι. Ομοιόμορφα ντυμένοι και σε παράταξη. Ήταν
μπόλικοι και τους έδωσε την Κίνα.
Την Τρίτη οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Aγγλοι, οι Πορτογάλοι, οι Σουηδοί, οι
Αμερικάνοι, οι Καναδοί. Πήραν όλοι από μια χώρα.
Τετάρτη όλοι οι Αφρικανοί με τα πολύχρωμα ρούχα τους. Τους έδωσε ολόκληρη
την όμορφη Αφρική και τους είπε να τη μοιραστούν.
Την Πέμπτη πήγαν οι Aβορίγινες. Τους έδωσε την Αυστραλία.
Την Παρασκευή, αφού τέλειωσαν με τη γραφειοκρατία, πήγαν οι Ρώσοι. Αφού
είδαν τι πήραν οι άλλοι, συμφωνήσαν και πήραν την παγωμένη αλλά πανέμορφη
Ρωσία.
Το Σαββάτο ήρθαν όλες οι υπόλοιπες φυλές και έθνη και πήραν ό,τι περίσσεψε.
Το Σάββατο βράδυ, αργά, έφτασαν οι Τσιγγάνοι με όλα τους τα παιδιά. Ο Θεός
τους είπε ότι άργησαν πολύ και δεν είχε μείνει τίποτα. Ήταν και πολλοί, που
να τους βάλει; Παρ' όλα αυτά, επειδή ήταν μέσα στην προθεσμία, τους
επέτρεψε να πάνε σε όποια χώρα θέλουν και να μείνουν με τους κατοίκους της.
Κι έτσι απλώθηκαν παντού.
Την Κυριακή ο Θεός κάθισε να αναπαυθεί ευχαριστημένος. Κατά το απογευματάκι
βλέπει έξω από την πόρτα του ένα πλήθος να φωνάζει να του ανοίξουν! Ήταν οι
Έλληνες, ως συνήθως εκπρόθεσμοι, και μόλις μπήκαν άρχισαν τα παρακάλια:
- Ανοιξε Θεούλη μου, σε παρακαλούμε, θέλουμε κι εμείς μια πατρίδα.
- Τι θέλετε εδώ παιδιά; Δεν είπαμε ότι την Κυριακή ξεκουράζομαι;
- Το ξέρουμε Θεούλη μου, αλλά μπερδέψαμε τις ημερομηνίες... Μη μας αφήσεις σε
παρακαλούμε χωρίς δική μας πατρίδα σαν τους τσιγγάνους.Είμαστενοικοκυραίοι εμείς.
- Καλά βρε παιδιά, γιατί δεν ήρθατε νωρίτερα; Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε
σπιθαμή. Τα έχω μοιράσει όλα.
- Θεούλη μου, εμείς φταίμε, είδαμε ότι είχε πολύ χώρο κι είπαμε ότι θα
περισσέψει και για μας. Και περιμέναμε να σπάσει λίγο ο κόσμος για να μην
περιμένουμε στις ουρές.Έχουμε τόσα σπουδαία μυαλά, έχουμε πολλά να κάνουμε
και να δώσουμε στον κόσμο... μη μας αφήσεις χωρίς Πατρίδα. Μπορεί να
αργήσαμε, αλλά αν μας δώσεις κι εμάς, θα την υπερασπιζόμαστε με τη ζωή μας.
- Τι να σας πω, ρε παιδιά; (είπε ο Θεός ξύνοντας το κεφάλι του). Κι εσείς
παιδιά μου είστε και μάλιστα τα πιο έξυπνα, αλλά πραγματικά δεν υπάρχει
άλλος χώρος!
- Σε παρακαλούμε!
- Καλά. Τότε θα σας δώσω
ένα μικρό κομματάκι που είχα κρατήσει για τον εαυτό μου!!!

*ΠΩΣ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ.*

*ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΧΤΥΠΗΤΟΙ . *
*ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙ ΣΑΝ ΕΜΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ . *

* Λες καληµέρα στις 3 το µεσηµέρι και καλησπέρα στη 1 τη νύχτα.
* Δεν τρως ποτέ ßραδινό πριν τις 10µµ.
* Τρως πρωινό πριν πας για ύπνο.
* Το πρώτο σου hangover ήταν γύρω στα 5 σου, όταν ο µπαµπάς/ θείος/
παππούς σου έδωσε να δοκιµάσεις ουίσκι, γιατί το ζήταγες.
* Πρέπει τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο να τραßηχτείς στον σταθµό των
ΚΤΕΛ για να παραλάßεις έναν τενεκέ λάδι, έναν τενεκέ µέλι, έναν τενεκέ
φέτα, ρίγανη, τσάι ßουνού, ελιές και λεµόνια.
* Σηµαιοστολίζεσαι να πας για καφέ, αλλά τσαµπουκαλεύεσαι στον πορτιέρη
του κλαµπ που δεν σε ßάζει µέσα γιατί φοράς σαγιονάρες.
* Στη γειτονιά σου υπάρχει τουλάχιστον µια οδός που λέγεται Ελευθερίου
Βενιζέλου.
* Παραπονιέσαι ότι κάνει κρύο όταν έχει 27 ßαθµούς.
* Όποτε ταξιδεύεις στο εξωτερικό απορείς πως ο κόσµος ζει χωρίς περίπτερα.
* Βρίσκεις τους τουρίστες αστείους.
* Και τους µαθαίνεις να λένε «malaka».
* Έχεις δέκα χρόνια να µπεις σε λεωφορείο.
* Περιγράφεις το κτίριο της Interamerican στην Κηφισίας ως «ουρανοξύστη».
* Ξέρεις τα πάντα για την ανακύκλωση, αλλά δεν έχεις δει ποτέ από κοντά
κάδο ανακύκλωσης.
* Παραγγέλνεις ταυτόχρονα σουßλάκια κι ένα ασθενοφόρο και το ασθενοφόρο
έρχεται όταν χωνεύεις τα σουßλάκια.
* Σε όποιο τραπέζι κι αν καθίσεις υπάρχει ένα πακέτο Marlboro Lights.
* Υπάρχει µεγάλη πιθανότητα να πέσεις σε µποτιλιάρισµα στις 6π.µ.της
Κυριακής.
* Σε τσαντίζει το ότι για να πας να ψωνίσεις το Σάßßατο πρέπει να
ξυπνήσεις νωρίς, επειδή τα µαγαζιά κλείνουν στις 3.
* Χειροκροτείς τον πιλότο όταν προσγειωθείς.
* Έχεις αυτοκίνητο που κοστίζει πάνω από 60.000 ευρώ και αρνείσαι να το
δώσεις στον παρκαδόρο γιατί θεωρείς κλοπή τα 5 ευρώ που σου ζητάει.
* Αναρωτιέσαι γιατί ο φραπές δεν έχει διεθνή επιτυχία.
* Αγαπηµένη σου ασχολία όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό για να ξεφύγεις
λίγο από την Ελλάδα, είναι να ψάχνεις για άλλους Έλληνες.
* Καταλαßαίνεις τους Αλßανούς 'από τη φάτσα'.
* Δεν σου κάνει εντύπωση γοµάρι 30 χρονών να ζει µε τους γονείς του ή 25
και να µην έχει ßγάλει ούτε µεροκάµατο.
* Νηστεύεις, αλλά κάθε φορά µε διαφορετικούς όρους.
* Ξέρεις ένα σωρό απόρρητα κρατικά µυστικά που αν τα αποκάλυπτες θα έπρεπε
να ξαναγραφτεί η παγκόσµια ιστορία.
* Επίσης ξέρεις λεπτοµέρειες για τη ζωή επωνύµων που δεν έχουν αποκαλυφθεί
για τον πολύ κόσµο και πάντα από έγκυρη πηγή (π.χ. αυτή είναι σεξοµανής
και την πιάσανε µε ένα µπουκάλι ξέρετε που, αυτός είναι gay και τα
'χει µε εκείνον, ο άλλος έχει καρκίνο και όπου να 'ναι πεθαίνει).
* Είσαι ßέßαιος ότι το κακό µάτι έχει αποδειχθεί και επιστηµονικά.
* Ποτέ δεν σου φτάνουν τα χρήµατα για τα ßασικά είδη ανάγκης, αλλά πάντα
σου περισσεύουν για τα είδη πολυτελείας.
* Μισείς τους δηµοσίους υπαλλήλους, αλλά όνειρο ζωής είναι να γίνεις ένας
από αυτούς.
* Ξέρεις ότι οι άλλοι είναι όλοι Τουρκόσποροι ή Σλάßοι, αλλά είσαι ßέßαιος
ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ßρίσκεται στην αρχή της δικής σου κληρονοµικής
αλυσίδας.
* Καµαρώνεις που το χωριό σου, θυµίζει λίγο από Ζωνιανά, αλλά γκρινιάζεις
ότι η επαρχία που κατάγεσαι είναι η πιο ριγµένη από όλες.
* Κυριακή πρωί κοινωνάς στην εκκλησία και το απόγευµα ρίχνεις
Χριστοπαναγίες στο γήπεδο.
* Διπλοπαρκάρεις για τσιγάρα κλείνοντας το δρόµο και απολογείσαι σ'
αυτούς που κορνάρουν, αλλά στο παρακάτω στενό πλακώνεις τον οδηγό που
έκανε ακριßώς το ίδιο.
* Καυχιέσαι που ήσουν Λοκατζής στο Μεγάλο Πεύκο χλευάζοντας τους
πεζικάριους αλλά ßάζεις ßύσµα για να πάει ο γιος σου κέντρο στην Κόρινθο
και ειδικότητα διαßιßαστής στο Χαϊδάρι.
* Πας γυµναστήριο και καπνίζεις και ένα πακέτο τσιγάρα τη µέρα.
* Καυχιέσαι που ο γιος σου είναι γαµιάς και η κόρη σου παρθένα.
* Προειδοποιείς µε τα φώτα για µπλόκο αλλά παραπονιέσαι στον αστυνοµικό
ότι δεν δίνει κλήση και στους άλλους οδηγούς.
* Όταν σταµατάς στο φανάρι έχεις το χέρι στην κόρνα.
* Οι νοικοκυρές ßάζουν σεµεδάκι πάνω απ' την οθόνη του PC.
* Πάντα αναρωτιόσουν σε τι διάολο χρησιµεύει η 'διάßαση πεζών'!

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Γιαγιά και αυτόματος τηλεφωνητής

Καλησπέρα.Μια χαρακτηριστική ιστορία που είναι....συνηθισμένη στις μέρες μας.
Σας μιλάει ο αυτόματος τηλεφωνητής της γιαγιας :
Kαλημέρα, αυτή τη στιγμή απουσιάζω,παρακαλώ αφήστε το μήνυμα σας μετά τον χαρακτηριστικό ήχο beeeepppp.........
Εάν είσαι ένα απο τα παιδιά μου,πίεσε 1 ή 2(ανάλογα ποιό παιδί είσαι)και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τις επόμενες επιλογές:
Εάν θέλεις να κρατήσω τα παιδιά,πίεσε το 2
Εάν θέλεις να σου πλύνω και να σου σιδερώσω τα ρούχα,πίεσε το 3
Εάν θέλεις να κοιμηθούν τα παιδιά εδώ,πίεσε το 4
Εάν θέλεις να πάρω τα παιδιά απο το σχολείο,πίεσε το 5
Εάν θέλεις φαγητό να στείλω στο σπίτι,πίεσε το 6
Εάν θέλεις να έρθεις να φας εδώ,πίεσε το 7
Εάν χρειάζεσαι λεφτά,πίεσε το 8
Εάν θέλεις να με καλέσεις για δείπνο ή να με πας στο θέατρο,απλά άρχισε να μιλάς!